-
1 πορφυρ-ανθής
πορφυρ-ανθής, ές, mit purpurner Blüthe, κρίνα, Theophr. bei Ath. XV, 681 b.
-
2 πορφυρ-άνθεμος
πορφυρ-άνθεμος, = Folgdm, Plut. de fluv. 7, 4.
-
3 πορφυρ-ώδης
πορφυρ-ώδης, ες, = πορφυροειδής, sp. D.
-
4 πορφύρεος
πορφύρ-εος, η, ον, [dialect] Att. [suff] πορφυρ-ῠροῦς, ᾶ, οῦν, [dialect] Aeol. [suff] πορφυρ-ύριος Sapph.64, Alc.Supp.11.2 ( πόρφυρον ἄνθος is corrupt in Sapph.94, and πορφυρ[α] as neut. pl. ([pron. full] ¯ ?πορφύρεοςX ¯) is found in Sapph.Supp. 20a.9); - ύριος also in IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.):I in Hom.,1 of the sea (cf. πορφύρω), heaving, surging, [χαράδραι] ἐς.. ἅλα πορφυρέην μεγάλα στενάχουσι ὁέουσαι Il.16.391
; , Od.2.428;π. κῦμα.. ποταμοῖο ἵστατ' ἀειρόμενον Il.21.326
, cf. Od.11.243; θάλασσα Alc.l.c.2 of blood, gushing,αἵματι δὲ χθὼν δεύετο π. Il.17.361
; so, π. θάνατος onrushing death, of death in battle, 5.83, al. (but, π. θάνατος· ὁ μέλας καὶ βαθὺς καὶ ταραχώδης, Hsch.).3 of the rainbow, Il.17.547; to which a supernatural π. νεφέλη is compared, ib. 551; perh. lurid.II purple, of stuff, cloths, etc.,π. φᾶρος Il.8.221
;χλαῖνα Od.4.115
;πέπλοι Il.24.796
;δίπλαξ 3.126
, Od.19.242;ῥήγεα Il.24.645
;τάπητες 9.200
, Od.20.151;σφαῖρα 8.373
;χλάμυς Sapph.64
; σπάργανα, πτερά, Pi.P.4.114, 183; χλανίς, χιτών, Simon.37.11, B.17.52, cf. A.Pers. 317, Hdt.1.50, E.Or. 1457 codd. (lyr.), etc.2 of human complexion, bright-red, rosy, flushing,π. Ἀφροδίτη Anacr.2.3
;στόμα Simon.72
;παρῇδες Phryn.Trag.13
; χ είλη IG3.1376.3 purple-clad, in purple, Luc. Tim.20.4 neut. pl. πορφυρᾶ purple colour or purple spots, Ael.NA17.33.5 πορφυροῦν (sc. ἄνθος), τό, Woodfordia floribunda (an Indian shrub), Ctes.Fr.57.21.6 Adv. -ῶς, στύφειν mordant for purple, PHolm.24.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρεος
-
5 πορφύρα
A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr. 504, Archipp.23, Arist.HA 528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c;τρέφουσα.. πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
.II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg. 847c;ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45
J., etc.;π. βαθυτάτη Ael.NA4.36
; used as an application,βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2
.III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple,πορφύρας πατῶν A.Ag. 957
: collectively in sg.,κωμῳδοῖς.. πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN 1123a23
.IV purple stripe or other adornment of a garment,τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561
;ποτικεφάλαια.. μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24
(Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc. 108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias).V metaph.,σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6
. (Perh. formed fromπορφύρεος 11
, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρα
-
6 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές, u. πορφυρ-άνθεμος, mit purpurner Blüte -
7 πορφυράνθεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυράνθεμος
-
8 πορφυρανθής
πορφυρ-ανθής, ές,II τὸ π., = ἡμεροκαλλές, Ps.-Dsc.3.122; = ὑάκινθος, Id.4.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρανθής
-
9 πορφύρειος
πορφύρ-ειος, ον, = sq.,Aἐσθής Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρειος
-
10 πορφυρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρεύς
-
11 πορφυρευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρευτής
-
12 πορφυρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρευτικός
-
13 πορφυρεύω
A catch purple fish, Philostr.VA 1.24:—[voice] Med., Hices. ap. Ath.3.87b.II dye purple, in [voice] Pass., Acus. 37J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρεύω
-
14 πορφυρέω
A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122;χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597
(vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρέω
-
15 πορφυρεῖον
πορφυρ-εῖον, τό,A dyehouse for purple, Str.16.2.23 (f.l. πορφυρίοις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρεῖον
-
16 πορφυρίζω
A to be purplish, Dsc.3.36, Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f; of the sea, Arist. Mir. 843a26:—[voice] Med., Apollon.Lex.s.v. πορφύρῃ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρίζω
-
17 πορφυρική
πορφυρ-ική, ἡ,A monopoly of purple-dyeing industry,ἡ κατὰ Αυκίαν π. PTeb.8.31
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρική
-
18 πορφύριον
A purple-dyed stuff, PLond. 3.899.3 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύριον
-
19 πορφύριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύριος
-
20 πορφυρίς
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distd. from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55;π. θαλαττία Plb.38.7.2
; π. ἐξίτηλοι, opp.ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.2 = ὠκιμοειδές, ib.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυρίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Porphyrie — Klassifikation nach ICD 10 E80 Störungen des Porphyrin und Bilirubinstoffwechsels … Deutsch Wikipedia
Τελεσφορίων — ωνος, ὁ, Α ονομασία θεότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσφόρος + επίθημα ίων (πρβλ. πορφυρ ίων] … Dictionary of Greek
ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… … Dictionary of Greek
ίσαμε — (Μ ἴσαμε) επίρρ. (για τόπο ή χρόνο) α) έως, μέχρι (i. «κι άδειος ο δρόμος πέρα, ίσα με πέρα», Πορφύρ. ii. «ἱσαμε αύριο») β) ώσπου («ἱσαμε να τόν δω, έφυγε) 2. (σε σύγκριση) σαν (α. «η πέτρα ήταν ίσαμε ένα αβγό» β. «αυτός είναι ίσαμε τον αδελφό… … Dictionary of Greek
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
ησκιογλιστρώ — άω (ποιητ. τ.) γλιστρώ σαν ήσκιος, γλιστρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με μεγάλη ευκολία («τα σύννεφα... ησκιογλιστρούσαν στις πλαγιές θλιμμένα», Πορφύρ.) … Dictionary of Greek
ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ … Dictionary of Greek
καθάπερ — (AM καθάπερ, Α και καθαπερεί και καθαπερανεί, ιων. τ. κατάπερ) (αντί καθ ἅπερ) 1. καθώς, όπως ακριβώς («καθάπερ αὐτὸς ἐπριάμην», Δημοσθ.) 2. ωσάν, σαν («μάχαιραν καθάπερ» σαν μαχαίρι, Πορφύρ.) … Dictionary of Greek
καματερός — ή, ό (Μ καματερός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή εργάσιμη μέρα, καθημερινή 3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό α) βόδι κατάλληλο… … Dictionary of Greek
καρτερόεις — καρτερόεις, εσσα, εν (Α) καρτερός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + (ό)εις (πρβλ. αργυρ όεις, πορφυρ όεις)] … Dictionary of Greek
κατάπτωμα — κατάπτωμα, τὸ (AM) [καταπίπτω] μσν. παράπτωμα, σφάλμα αρχ. 1. αυτό που κατέπεσε 2. κατάπτωση 3. (για ασθένεια) αποπληξία, ταμπλάς 4. (φιλοσ.) (στους νεοπλατωνικούς) αυτός που αποτελεί το κατώτατο όριο κάποιου πράγματος («τὸ κατάπτωμα τοῡ ὄντος μὴ … Dictionary of Greek